Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φάσκα — τὸ, ΜΑ, και φάσχα Μ το Πάσχα («τὸ Πάσχα ὅπου λέγομεν ἡμεῑς οἱ Εβραῑοι λέγουσι τὸ Φάσχα», Δαμάσκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. Πάσχα] … Dictionary of Greek
φάσχα — τὸ, Μ βλ. φάσκα … Dictionary of Greek